- Ἄμμωνα
- ἌμμωνZeusmasc acc sgἈμμώναςmasc voc sg (doric aeolic)Ἀμμώναςmasc nom sg (epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄμμων' — Ἄμμωνα , Ἄμμων Zeus masc acc sg Ἄμμωνι , Ἄμμων Zeus masc dat sg Ἄμμωνε , Ἄμμων Zeus masc nom/voc/acc dual Ἄμμωνα , Ἀμμώνας masc voc sg (doric aeolic) Ἄμμωνα , Ἀμμώνας masc nom sg (epic doric aeolic) Ἄμμωναι , Ἀμμώνας masc nom/voc pl (doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Λούξορ — (αιγυπτ. El Uqsor, διεθν. Luxor). Πόλη (360.503 κάτ. το 1996) της Αιγύπτου και κυβερνείο (επαρχία) της χώρας στην Άνω Αίγυπτο. Η πόλη βρίσκεται στην ανατολική όχθη του Νείλου και είναι χτισμένη, μαζί με τη γειτονική Ελ Καρνάκ, στην τοποθεσία των… … Dictionary of Greek
Καρνάκ — I Αρχαιολογική τοποθεσία στην ανατολική Αίγυπτο, δίπλα στην ανατολική όχθη του ποταμού Νείλου. Το Κ. αποτελεί το βόρειο μέρος των αρχαίων Θηβών· το νότιο μέρος βρίσκεται στο Λούξορ. Η σημασία του Κ. έγκειται στο συγκρότημα των αρχαίων ναών της… … Dictionary of Greek
Ραμσής — Όνομα 11 και κατ’ άλλους 13 Αιγύπτιων φαραώ της 19ης και 20ής δυναστείας. Οι σπουδαιότεροι είναι: 1. Ρ. A’ (περίπου 1318 1317 π.Χ.). Ιδρυτής της 19ης δυναστείας. 2. Ρ. B’ (περίπου 1298 1232 π.Χ.). Γιος του Σέτι A’, υπήρξε ο πρώτος μεγάλος… … Dictionary of Greek
Ammon-Zeus — Zeus Ammon Zeus Ammon sur un trône flanqué de béliers, art chypriote hellénistique, musée du Louvre Zeus Ammon (Άμμωνα Δία)[1] … Wikipédia en Français
Amon-Zeus — Zeus Ammon Zeus Ammon sur un trône flanqué de béliers, art chypriote hellénistique, musée du Louvre Zeus Ammon (Άμμωνα Δία)[1] … Wikipédia en Français
Zeus Ammon — Divinité égyptienne Zeus Ammon sur un trône flanqué de béliers, art chypriote hellénistique, musée du Louvre Re … Wikipédia en Français
Αμμωνιακός — Ἀμμωνιακός ή, όν (Α) [Ἄμμων] αυτός που αναφέρεται στον Άμμωνα … Dictionary of Greek
Ρά — I Αιγυπτιακός θεός του Ήλιου, που λατρευόταν ιδιαίτερα στην Ηλιούπολη, κοντά στο σημερινό Κάιρο, όπου ταυτίστηκε με τον Ατούμ (Ατούμ Ρα) και με τον Ώρο (Ρα Xop Άχτι) και θεωρήθηκε θεός δημιουργός. Κατά το Νέο Βασίλειο ταυτίστηκε με τον Άμμωνα*… … Dictionary of Greek